- σοφώδης
- -ῶδες, Μ [σοφός]ο σοφός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek
ԽԱՒԱՐՉՏԻՆ — ( ) NBH 1 0935 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c ա. αὑχμηρός, αὑχμώδης, σκοτινός, σοφώδης squalidus, tenebrosus, caliginosus. Խաւարչուտ. խաւարային. աղջամղջին. մռայլ. մութ, մշուշ. ... *Որ տայցէ լոյս ʼի խաւարչտին տեղւոջ. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)